μηδικός

μηδικός
-ή, -ό (ΑΜ μηδικός, -ή, -ον, θηλ. και μηδίκη) [Μήδος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μήδους (α. «μηδική ἐσθής» — μεταξωτά ενδύματα
β. «μηδ' εἰ στράτευμα πλεῑον ἦ τὸ Μηδικόν», Αισχύλ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η μηδική
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών τής οικογένειας ψυχανθή, κατά τη σημερινή ταξινόμηση, με 50 περίπου είδη, που συνήθως μοιάζουν με το τριφύλλι και από τα οποία ορισμένα είναι άριστα νομευτικά φυτά, όπως το είδος Μedicago sativa, η κοινή ή ήμερη μηδική, γνωστή και ως ήμερο τριφύλλι ή, απλώς, τριφύλλι, το σημαντικότερο χορτοδοτικό φυτό που καλλιεργείται σε όλες τις εύκρατες και υποτροπικές περιοχές και που είχε διαδοθεί στην Ελλάδα κατά τους Μηδικούς πολέμους
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τα Μηδικά
η περίοδος τών περσικών πολέμων
4. φρ. «Μηδικοί πόλεμοι» — οι μεταξύ τών Περσών και τών Ελλήνων πόλεμοι, αλλ. Περσικοί πόλεμοι
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. το φυτό ελένιο
2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Μηδικόν
πιθ. τάφος κατασκευασμένος κατά τον περσικό τρόπο
3. φρ. α) «Μηδική πόα» — το φυτό μηδική
β) «μῆλον Μηδικόν» — το πορτοκάλι ή το λεμόνι
γ) «Μηδική μηλέα» — η λεμονιά
δ) «ὀπὸς Μηδικός» — ο οπός τού σιλφίου.
επίρρ...
μηδικώς
κατά τον τρόπο και τις συνήθειες τών Μήδων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μηδικός — the Median affairs masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδικός — the Median affairs masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηδικά — Μηδικός the Median affairs neut nom/voc/acc pl Μηδικά̱ , Μηδικός the Median affairs fem nom/voc/acc dual Μηδικά̱ , Μηδικός the Median affairs fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδικά — Μηδικός the Median affairs neut nom/voc/acc pl μηδικά̱ , Μηδικός the Median affairs fem nom/voc/acc dual μηδικά̱ , Μηδικός the Median affairs fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηδικώτερον — Μηδικός the Median affairs adverbial comp Μηδικός the Median affairs masc acc comp sg Μηδικός the Median affairs neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδικώτερον — Μηδικός the Median affairs adverbial comp Μηδικός the Median affairs masc acc comp sg Μηδικός the Median affairs neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηδικῶν — Μηδικός the Median affairs fem gen pl Μηδικός the Median affairs masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδικῶν — Μηδικός the Median affairs fem gen pl Μηδικός the Median affairs masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηδικόν — Μηδικός the Median affairs masc acc sg Μηδικός the Median affairs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδικόν — Μηδικός the Median affairs masc acc sg Μηδικός the Median affairs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”